“O σχηματισμός Ιδιωτικού – Δημοσίου στην αμερικανική μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση”
Jason N. Johnson & Clifton F. Conrad
Σελίδες
Περίληψη
From the introduction of the higher learning in 1636 to the present, the evolution of the public-private configuration has been shaped by myriad internal and external forces that, over time, have provided both opportunities and challenges to the American agenda of providing access to and excellence in colleges and universities. Along with tracing the history of the configuration, this article explores three popular myths and invites the reader to (re)interpret its meanings and effects.
Η δομή της ανώτατης εκπαίδευσης στην Αμερική και ο συσχετισμός δημοσίων και ιδιωτικών ιδρυμάτων είναι ταυτόχρονα συντελεστής και αποτέλεσμα ποικίλων επιρροών, κοινωνικών δυνάμεων και νομικών κανόνων, στη διάρκεια των τελευταίων τριακοσίων πενήντα χρόνων.
Ένας από τους κυριότερους παράγοντες που διαμόρφωσαν το σημερινό σχήμα δημόσια – ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση ήταν η έλλειψη συγκεκριμένης πρόβλεψης στο Σύνταγμα των ΗΠΑ. Όταν προέκυψε η ανάγκη διασάφησης του δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (με αφορμή την υπόθεση του κολεγίου Dartmouth το 1819) αποφάνθηκε ότι τα ιδιωτικά ιδρύματα, ακόμη και όταν υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, δεν υπόκεινται στους περιορισμούς του ομοσπονδιακού συντάγματος, όπως τα δημόσια.
Μια δεύτερη σημαντική παράμετρο στη διαμόρφωση του συστήματος Ανώτατης Εκπαίδευσης αποτέλεσαν οι γνωστοί ως Morrill Land Grant Acts (1862 και 1890), με τους οποίους ομοσπονδιακή γη μοιραζόταν στις πολιτείες, από την πώληση της οποίας θα προέκυπταν πόροι για τη δημιουργία των πολιτειακών κολεγίων. Ιδρύθηκαν τότε περί τα 70 ιδρύματα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων τα πιο γνωστά σήμερα δημόσια πανεπιστήμια και συγκροτήματα πανεπιστημίων. Τα ιδρύματα αυτά παρείχαν οικονομικά προσιτές σπουδές σε σημαντικό μέρος του φοιτητικού πληθυσμού.
Τη σχέση ανάμεσα στα δημόσια και τα ιδιωτικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα επηρέασαν κατά τον 20ο αιώνα δύο ακόμη παράγοντες. Ο πρώτος αφορά τη διεύρυνση της ανώτατης εκπαίδευσης και τις χρηματοδοτικές προτεραιότητες που τη στήριξαν. Η έμφαση που δόθηκε στη χρηματοδότηση προγραμμάτων με καθαρά πραγματιστικό προσανατολισμό οδήγησε αφενός στην αύξηση του αριθμού των διετών κολεγίων (από 25 το 1910 σε πάνω από 800 το 1970) και αφετέρου στην ανάπτυξη διακριτών επιστημονικών και επαγγελματικών ταυτοτήτων –όσο και ανταγωνιστικού κλίματος– μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων. Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με την ψήφιση του Νόμου για την Ανώτατη Εκπαίδευση το 1965. Ο νόμος προέβλεπε την επιχορήγηση φοιτητών και την παροχή σ’ αυτούς εγγυημένων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση δανείων προκειμένου να παρακολουθήσουν προγράμματα τόσο σε δημόσια όσο και σε ιδιωτικά ανώτατα ιδρύματα. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση επιβεβαίωνε τη σημασία που έδινε και στους δύο τομείς, και ενίσχυε τον ανταγωνισμό στην εκπαιδευτική αγορά, ισχυροποιώντας τη διμερή δομή της.
Η αποτύπωση της σημερινής κατάστασης στην Αμερικανική ανώτατη εκπαίδευση μπορεί να γίνει με δύο τρόπους:
(α) Μέσω των αριθμών: Σήμερα υπάρχουν 1720 δημόσια και 1665 ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης. Από αυτά, μόνο 100 περίπου από τα ιδιωτικά κολέγια και πανεπιστήμια δεν παρέχουν πρώτο πτυχίο ή ανώτερους τίτλους σπουδών. Αντίθετα, η πλειονότητα (63%) των δημόσιων ιδρυμάτων παρέχει μόνο προγράμματα συνεχιζόμενης, τεχνικής, επαγγελματικής, ενδιάμεσης –μεταξύ κολεγίου και πανεπιστημίου– εκπαίδευσης αλλά και προπτυχιακά προγράμματα. Από το σύνολο των 16 περίπου εκατομμυρίων φοιτητών ποσοστό 39% είναι εγγεγραμμένο στα δημόσια τετραετή κολέγια και πανεπιστήμια, 37% στα δημόσια διετή κολέγια και λιγότερο από 25% στα ιδιωτικά κολέγια και πανεπιστήμια.
Η μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση στις ΗΠΑ είναι μια ακμάζουσα βιομηχανία με κύκλο εργασιών πάνω από $250 δισεκατομμύρια. Η δημόσια χρηματοδότηση το 2001 αφορούσε το 31% του προϋπολογισμού των δημόσιων τετραετών ιδρυμάτων και μόνο το 1% των αντίστοιχων ιδιωτικών. Την ίδια χρονιά τα δίδακτρα αφορούσαν ποσοστό 17% και 38% του συνολικού κόστους αντίστοιχα, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι το κόστος σπουδών σε ένα δημόσιο τετραετές ίδρυμα είναι το μισό από αυτό ενός αντίστοιχου ιδιωτικού.
(β) Μέσω της σημασίας που αποδίδουν τα άτομα και η κοινωνία στο δημόσιο και το ιδιωτικό πανεπιστήμιο: Η σημασία αυτή αποτυπώνεται στους πίνακες κατάταξης των ιδρυμάτων που δημοσιεύονται από διάφορες πηγές. Στην κατηγοριοποίηση, παραδείγματος χάριν, του περιοδικού U.S. News and World Report (η οποία είναι πολύ δημοφιλής εκτός των ακαδημαϊκών κύκλων), λίγα δημόσια πανεπιστήμια καταφέρνουν να βρεθούν στις ανώτερες θέσεις της σχετικής λίστας. Η εικόνα που δημιουργεί η κατηγοριοποίηση αυτή είναι ενδεικτική του πώς η διάκριση αυτή ανάμεσα στα «δημόσια» και τα «ιδιωτικά» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένδειξη της ποιότητάς τους από την πλευρά της κοινωνίας. Η εικόνα αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική και από την άποψη ότι η κρατούσα αντίληψη θέλει την ανέλιξη ενός ατόμου στο χώρο της εργασίας να εξαρτάται από το όνομα που έχει το πανεπιστήμιο. Είναι αναρίθμητοι οι οδηγοί σπουδών που εφιστούν την προσοχή των υποψηφίων φοιτητών στο πόσο κρίσιμο θέμα για την επαγγελματική αποκατάστασή τους είναι το όνομα της σχολής/ ιδρύματος στο οποίο επιλέγουν να φοιτήσουν.
Σε γενικές γραμμές, η συνύπαρξη δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης –παρά τις μεταξύ τους διαφορές και συγκριτικές επιδόσεις– θεωρείται ότι έχει γενικώς ευεργετικά αποτελέσματα για τρεις κυρίως λόγους:
Πρώτον, ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και τον πειραματισμό μεταξύ των κολεγίων και των πανεπιστημίων. Ο ανταγωνισμός δημοσίου και ιδιωτικού δρά δημιουργικά, υπό την έννοια ότι δημιουργεί μια «χρήσιμη ένταση» που εντοπίζεται στη συνειδητοποίηση της πιθανότητας απώλειας του συγκριτικού πλεονεκτήματος ενός ιδρύματος.
Δεύτερον, υποστηρίζεται ότι η ύπαρξη ιδιωτικών ιδρυμάτων κάνει τη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση φθηνότερη για την κυβέρνηση: Η αντίληψη αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι η απουσία των ιδιωτικών ιδρυμάτων θα είχε ως αποτέλεσμα την κάλυψη του σχετικού κενού από δημόσια ιδρύματα, άρα και αυξημένες δαπάνες από τη μεριά του κράτους. Η αντίληψη αυτή δε φαίνεται όμως να λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα να υπάρχει ένα λιγότερο πολυπληθές σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης. Πάντως, αυτό που μπορεί με ασφάλεια να υποστηρίξει κανείς είναι ότι τα ιδιωτικά ιδρύματα έχουν ουσιαστική συνεισφορά στην αύξηση της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση.
Τρίτον, ορισμένοι θεωρούν ότι τα δημόσια και τα ιδιωτικά κολέγια και πανεπιστήμια έχουν διαφοροποιημένη συνεισφορά στο δημόσια αγαθό της μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Υπό την έννοια αυτή πολλοί υποστηρίζουν ότι η μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης της ανώτατης εκπαίδευσης συνδέεται με την παρακμή της μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού. Όμως αν τα δημόσια ιδρύματα γίνουν περισσότερο «ιδιωτικά» θα πάψει το προσφερόμενο αγαθό να είναι δημόσιο; Δε θεωρούμε ότι τα ιδιωτικά ιδρύματα συνεισφέρουν κι αυτά στο κοινό καλό; Υπάρχουν πολλά παρόμοια ζητήματα που πρέπει να διερευνηθούν στον επικείμενο διάλογο.