“Education for and beyond the Knowledge Society: A Critical Analysis of the European Discourse on Education”
Andreas Kazamias – Yiannis Roussakis
Σελίδες
Περίληψη
Στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας οι συγγραφείς παραθέτουν μια συνοπτική εννοιολόγηση της Κοινωνίας της Γνώσης και στη συνέχεια εξετάζουν το σχετικό με την Κοινωνία της Γνώσης ρηματικό λόγο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτός παρουσιάζεται σε σημαντικά κείμενα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.
Με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία οι συγγραφείς διακρίνουν ως καταστατικά στοιχεία της Κοινωνίας της Γνώσης:
Την επανάσταση των Τεχνολογιών Πληροφόρησης και Επικοινωνίας, και το Επιστημολογικό παράδειγμα της Πληροφορίας / Επιστημών (Manuel Castells)
Την Οικονομική Παγκοσμιοποίηση – η σπουδαιότητα της Γνώσης (κυρίως της «κωδικοποιημένης γνώσης» – D. Guile) για τη συσσώρευση του κεφαλαίου και τη βιώσιμη ανάπτυξη
Την τεχνοεπιστημονική εργαλειακή ορθολογικότητα
Την αντίληψη της Γνώσης ως εμπορεύσιμου αγαθού
Την αλλαγή στις μορφές οργάνωσης της καθημερινής ζωής και της εργασίας («οργανισμός μάθησης», «ευέλικτο εργατικό δυναμικό», «εργάτης της γνώσης»)
Τις νέες μορφές αποκλεισμού / εγκλεισμού (π.χ. το «ψηφιακό χάσμα»)
Από την ανάλυση επιλεγμένων κειμένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (π.χ. του «Λευκού Βιβλίου για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση – Διδασκαλία και Μάθηση προς την κοινωνία της Γνώσης» (1995), «Προς μια Ευρώπη της Γνώσης» (1998), «eLearning: Να σκεφτούμε τα σχολεία του αύριο» (1999), «Εκπαίδευση – Κατάρτιση 2010», (2002), κλπ.) οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι ο λόγος που διατυπώνεται για την εκπαίδευση για την Κοινωνία της Γνώσης από τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, βασίζεται σε μια σειρά από έννοιες κλειδιά, όπως:
Πρωταρχικά Εκπαίδευση και Κατάρτιση κι όχι Παιδεία
Ευρεία Γνωστική Βάση κι όχι γενική παιδεία (general education, Algemeine Bildung, Culture Generale) αλλά μάλλον πληροφορίες
Μικρής διάρκειας γνωστικές, επαγγελματικές και κοινωνικές Δεξιότητες, που αξιολογούνται εύκολα και άμεσα και ανανεώνονται συνεχώς.
Ικανότητες (θεωρητικές, πρακτικές, γνωστικές) περισσότερο εργαλειακές, όχι αισθητικές και ηθικές προδιαθέσεις / κλίσεις και κοινωνικές αρετές, δηλαδή Παιδεία της Ψυχής
Ανταγωνιστικότητα, απασχολησιμότητα, καινοτομία, δημιουργικότητα, παραγωγικότητα, πιστοποίηση, ατομική ευθύνη,
Σ’ αυτό το πλαίσιο η Εκπαίδευση και Κατάρτιση είναι μέσα για την απόκτηση «συγκριτικού πλεονεκτήματος»: ώστε η Ευρ. Ένωση «να γίνει η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στον κόσμο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, συνοδευόμενη από ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της απασχόλησης και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». Έχει ως πρώτη προτεραιότητα την ενίσχυση της δια βίου μάθησης, την εκπαίδευση στις ΤΠΕ, και δίνει έμφαση στην «ποιότητα» την «αποτελεσματικότητα» και τη «λογοδοσία» προς την «πελατεία», ευνοώντας με τον τρόπο αυτό συγκεκριμένες μορφές γνώσης απέναντι σε άλλες.
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι αυτού του είδους η Κοινωνία της Γνώσης και η συναφής Οικονομία της Γνώσης, απαιτούν από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια να παρέχουν εκπαίδευση και κατάρτιση, να παράγουν γνώση και να αναπτύσσουν δεξιότητες που πιστεύεται ότι θα είναι εργαλειακά χρήσιμες για την απασχολησιμότητα και τις «ανάγκες της ζωής» (του ζειν). Ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις αυτές, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια διατρέχουν τον κίνδυνο να δώσουν μικρότερη έμφαση σε μια από τις κύριες εκπαιδευτικές λειτουργίες τους, που είναι η παροχή παιδείας για την καλλιέργεια του «μυαλού και της ψυχής», της πεμπτουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης και της «καλής ζωής» (του ευ ζειν). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το είδος της εκπαίδευσης που απαιτείται από αυτή την Ευρωπαϊκή Κοινωνία της Γνώσης ελαχιστοποιεί την ατομική δυνατότητα για έστω και την υποθετική απαίτηση οικονομικής συμμετοχής, ούτε καν ατομικής αυτονομίας και κοινωνικής και πολιτισμικής συμμετοχής που είναι θεμελιώσεις στόχοι σε μια δημοκρατική, πολυπολιτισμική και ισότιμη κοινωνία.
Αυτή η εικόνα της κοινωνίας και η αντίστοιχη εκπαιδευτική κουλτούρα, θεωρούν οι συγγραφείς, δημιουργεί μια «εικονική» κοινωνία και μια απ-άνθρωπη δυστοπία. Χρησιμοποιώντας ως μεταφορά την περίφημη αλληγορία του Σπηλαίου του Πλάτωνα, παραλληλίζουν την κατάσταση αυτή με την Πλατωνική κατάσταση της «μη – παιδείας» (όπου παιδεία εννοείται η καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής) και παράδοξα της «μη αληθινής γνώσης», όπου μια τέτοια Κοινωνία της Γνώσης στην ουσία τοποθετεί το άτομο σε ένα εικονικό «σπήλαιο», ελαχιστοποιώντας τις αισθητικές δεξιότητες που πιθανόν θα αναπτύσσονταν διαμέσου της ανθρωπιστικής γνώσης.
Με βάση τα παραπάνω οι συγγραφείς υποστηρίζουν την ανάγκη εξανθρωπισμού της Ευρωπαϊκής Κοινωνίας της Γνώσης, με την επαν-ανακάλυψη της Παιδείας, δηλαδή της καλλιέργειας του ανθρώπινου μυαλού και της ψυχής. Υποστηρίζουν δηλαδή την ανάγκη να διαμορφωθεί ένας αντι-ηγεμονικός λόγος, ένα νέο παράδειγμα που να ευνοεί μια επαν-εφευρεθείσα έννοια της ανθρωπιστικής παιδείας, να αναζωογονεί τον «Προμηθεϊκό ουμανισμό» καλλιεργώντας «όλες τις ανθρώπινες τέχνες»: τις ανθρωπιστικές σπουδές , την επιστήμη και την τεχνολογία και να αποσκοπεί στην ανάπτυξη στοχαστικών, δημοκρατικών πολιτών.