“Discrepancies between intended and achieved effects in school evaluation in international comparative perspective: empirical evidence and recommendations”
Hans-Georg Cotthoff
Σελίδες
Περίληψη
Σύμφωνα με την Οργανωσιακή Θεωρία και το Νέο- Θεσμισμό (New Institutionalism), κοινωνικοί θεσμοί μεγάλης πολυπλοκότητας –όπως τα εκπαιδευτικά ιδρύματα– δεν ανταποκρίνονται πάντα σε μεταρρυθμιστικούς προγραμματισμούς, καθώς, συχνά, οι ξεχωριστοί actors που τους απαρτίζουν δρουν ανορθολογικά. Οι θεωρίες αυτές επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις αποκλίσεις μεταξύ τεθέντων στόχων και πραγματικών αποτελεσμάτων διερευνώντας τους τρόπους με τους οποίους οι εισαγόμενες σε ένα οργανισμό μεταρρυθμίσεις απενεργοποιούνται ή διαφοροποιούνται, προσαρμοζόμενες στις κατεστημένες «νόρμες», διαδικασίες και πρακτικές λειτουργίας του.
Με γνώμονα τις παραπάνω θέσεις το άρθρο διερευνά τις συνέπειες που είχε για την εκπαιδευτική αξιολόγηση η «αλλαγή παραδείγματος», από το γραφειοκρατικό έλεγχο των εισροών στη σημερινή τάση επικέντρωσης στα αποτελέσματα. Ειδικότερα αποτιμάται η απόκλιση στόχων (αυτών που καταγράφονται στα επίσημα έγγραφα των εκπαιδευτικών αρχών ως δηλωμένη επιδίωξη των μεταρρυθμιστικών μέτρων) και πραγματικών αποτελεσμάτων (όπως εξάγονται από τα ευρήματα των ερευνητικών μελετών). Ως μελέτες περίπτωσης χρησιμοποιούνται οι αλλαγές στον τρόπο αξιολόγησης των σχολείων στα εκπαιδευτικά συστήματα της Αγγλίας και της Σουηδίας· δύο χωρών που στη διάρκεια των τελευταίων ετών μεταρρύθμισαν ριζικά το σύστημα εκπαιδευτικής αξιολόγησης τους και ταυτόχρονα αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές εκπαιδευτικές παραδόσεις, την «αποκεντρωτική» βρετανική και τη «συγκεντρωτική» σκανδιναβική.
Η ανάλυση καταλήγει σε μια σειρά συμπερασμάτων: (i) Οι επίσημοι στόχοι της αξιολόγησης δε λειτουργούν πάντα συμπληρωματικά μεταξύ τους. Απεναντίας, συχνά αντιφάσκουν, όπως συμβαίνει με την παράλληλη επιδίωξη ελέγχου από τη μία και βελτίωσης της ποιότητας από την άλλη. (ii) Ο (ίδιος) στόχος μπορεί να επιδιωχθεί με διαφορετικές μεθόδους. Κάτι τέτοιο παρατηρείται στον κοινό στόχο για ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών σε θέματα ποιότητας, ο οποίος στην Αγγλία προσεγγίζεται μέσω εξωτερικών επιθεωρήσεων, ενώ στη Σουηδία μέσω της αυτοαξιολόγησης των σχολείων. (iii) Οι μεταρρυθμίσεις στις δύο χώρες συνοδεύονται συχνά τόσο από αδυναμία επίτευξης των στόχων τους όσο και από μη προβλεφθείσες ή/ και ανεπιθύμητες παρενέργειες. Παράδειγμα μη επιτευχθέντος στόχου αποτελεί η –μη ερευνητικά τεκμηριωμένη– ποιοτική βελτίωση. Μη προβλεφθείσα συνέπεια συνιστά το αυξημένο εργασιακό βάρος και άγχος του εκπαιδευτικού προσωπικού και αντιβαίνουσα την αρχική στοχοθεσία κατάληξη, η περαιτέρω υποβάθμιση των μέτριας/ κακής φήμης σχολείων.
Στηριζόμενο σε τέτοια ερευνητικά συμπεράσματα το άρθρο καταλήγει σε τρεις κατηγορίες συστάσεων/ προτάσεων. Η πρώτη απ’ αυτές τονίζει τη σημασία της αποδοχής των διαδικασιών αξιολόγησης από τους εκπαιδευτικούς. Επισημαίνεται ότι το μέγεθος της αποδοχής εξαρτάται από το βαθμό επαγγελματικής ελευθερίας των εκπαιδευτικών και αυτονομίας των σχολείων. Όσον αφορά τις εξωτερικές αξιολογήσεις, η αξιοπιστία τους (μεταξύ των εκπαιδευτικών) είναι πολύ μεγαλύτερη όταν οι αξιολογητές επιδεικνύουν σημαντική σχολική εμπειρία, ενώ, αντίθετα, οι αξιολογήσεις από ιδιωτικές εταιρείες αντιμετωπίζονται με δυσπιστία. Η αποδοχή της αξιολόγησης ενισχύεται όταν τα συμπεράσματά της παραπέμπουν σε συγκεκριμένες, προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες του κάθε σχολείου, πρακτικά εφαρμόσιμες λύσεις και όχι σε στείρα θεωρητικολογία. Η επιζητούμενη σε πολλά ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα «αξιολογική κουλτούρα» είναι περισσότερο εφικτή στην περίπτωση που τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων επιδρούν βελτιωτικά και στη δουλειά των εκπαιδευτικών. Τέλος, τα επίπεδα αποδοχής είναι υψηλότερα όταν οι σχολικές ηγεσίες είναι και οι ίδιες αντικείμενα αξιολόγησης.
Για το στόχο βελτίωσης της ποιότητας απαραίτητη θεωρείται η επίτευξη μιας ιδανικής ισορροπίας μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης. Αν η πρώτη φαντάζει απειλητική για το σχολείο και το προσωπικό του, η δεύτερη τείνει να λαμβάνει διακοσμητικό χαρακτήρα ή να λειτουργεί ως άλλοθι. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις διαφορετικές εννοιολογήσεις της «ποιότητας» όπως αυτές διαμορφώνονται, από την μια, από τις εμπειρίες των εκπαιδευτικών και, από την άλλη, από τους –βάσει σταθμισμένων μετρήσεων– ορισμούς των εξωτερικών φορέων αξιολόγησης. Η γεφύρωση τέτοιων χασμάτων μπορεί να επιτευχθεί μέσω μορφών «μετα-αξιολόγησης».
Όσον αφορά τις ακολουθητέες πρακτικές, υπογραμμίζεται ότι η αμφίβολη επιτυχία των σχετικών με την εκπαιδευτική αξιολόγηση μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να καταστήσει τους διαμορφωτές των εκπαιδευτικών πολιτικών ανοιχτούς σε αναθεωρήσεις και έτοιμους να λάβουν υπόψη τους τις εμπειρίες που συγκεντρώνονται από τις εφαρμογές της διεθνώς. Αναγκαίος είναι ο κατανοητός τρόπος πληροφόρησης για τα χρησιμοποιούμενα αξιολογικά κριτήρια και η παροχή βοήθειας προς τα σχολεία για το πώς θα μεταφράζουν τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων σε σχολική πράξη. Σε κάθε περίπτωση, καθώς η εκπαιδευτική αξιολόγηση αποτελεί εκτός των άλλων και μια (γενικότερη) κοινωνική εξέλιξη, η εισαγωγή της είναι αναγκαίο να γίνεται μέσω και μιας διαδικασίας προσεκτικών και συνετών βημάτων.